- γενετική
- génétique
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
γενετική — Κλάδος της βιολογίας που ερευνά τα φαινόμενα της κληρονομικότητας και της ποικιλίας των ζωικών ειδών και μελετά τον μηχανισμό της μεταβίβασης από τους γονείς στους απογόνους των βιολογικών και μορφολογικών ιδιοτήτων που χαρακτηρίζουν τα άτομα… … Dictionary of Greek
γενετική μηχανική — Τεχνική με την οποία μεταφέρεται γενετικό υλικό από έναν οργανισμό σε έναν άλλο. Οι οργανισμοί που έχουν ενσωματώσει κατ’ αυτό τον τρόπο στο γενετικό τους υλικό ξένο DNA, ονομάζονται διαγονιδιακοί. Ο κύριος σκοπός της γ.μ. είναι η μεταφορά… … Dictionary of Greek
κυστινουρία — Γενετική διαταραχή κατά την οποία η υπερβολική έκκριση του αμινοξέος κυστίνη στα ούρα οδηγεί στον σχηματισμό λίθων στα νεφρά και στην κύστη. * * * η η αποβολή κυστίνης στα ούρα υπό μορφή είτε εξάγωνων κρυστάλλων είτε μικρών συγκριμάτων, τα οποία… … Dictionary of Greek
δρεπανοκυτταρική αναιμία — Γενετική διαταραχή που εμφανίζεται συνήθως σε άτομα της μαύρης φυλής, κατά την οποία η δομή της αιμοσφαιρίνης στα ερυθρά αιμοσφαίρια είναι ανώμαλη, έτσι ώστε να προκαλείται η απόφραξη των αιμοφόρων αγγείων από τα παραμορφωμένα ερυθρά αιμοσφαίρια … Dictionary of Greek
κακοήθης υπερθερμία — Γενετική διαταραχή που προκαλεί ισχυρές μυϊκές συσπάσεις και επικίνδυνα υψηλό πυρετό, όταν στον ασθενή χορηγούνται αναισθητικά αέρια πριν από μια εγχείρηση … Dictionary of Greek
βιοτεχνολογία — Το σύνολο των τεχνολογιών με τις οποίες αξιοποιούνται οι οργανισμοί και οι διεργασίες τους, ώστε να παραχθούν προϊόντα και να παρασχεθούν υπηρεσίες, προς όφελος του ανθρώπου. Με βάση τον ορισμό της, η β. περιλαμβάνει πρακτικές, γνωστές στον… … Dictionary of Greek
βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… … Dictionary of Greek
γονιδίωμα — Το σύνολο του γενετικού υλικού που υπάρχει σε ένα κύτταρο. Στους ευκαρυωτικούς οργανισμούς η έννοια αναφέρεται τόσο στο γενετικό υλικό που υπάρχει στον πυρήνα, όσο και στο γενετικό υλικό των οργανιδίων (δηλαδή των μιτοχονδρίων και των… … Dictionary of Greek
γονίδιο — Διακεκριμένη κληρονομική μονάδα, διατεταγμένη σε γραμμική μορφή κατά μήκος των χρωμοσωμάτων, που καθορίζει τα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού. Το καθένα από τα γ. είναι ο κληρονομικός παράγοντας, υπεύθυνος για κάποιο χαρακτηριστικό ή λειτουργία.… … Dictionary of Greek
επιστημολογία — Κλάδος της φιλοσοφίας που μελετά τα φιλοσοφικά προβλήματα που σχετίζονται με τη θεωρία της γνώσης. Πριν όμως αναληφθεί με επιστημονική μορφή μια τέτοια διερεύνηση, η γνωστική λειτουργία του ανθρώπου είχε ήδη αποτελέσει αντικείμενο φιλοσοφικής… … Dictionary of Greek
Αλαχιώτης, Σταμάτης — (Ασφενδιού, Κως 1944 –).Βιολόγος και πανεπιστημιακός. Σπούδασε, με υποτροφία του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών, στο φυσιογνωστικό τμήμα της φυσικομαθηματικής σχολής του ΑΠΘ, απ’ όπου αποφοίτησε το 1969. Διορίστηκε το 1972 βοηθός στο εργαστήριο… … Dictionary of Greek